- αὐστηρότερος
- αὐστηρόςharshmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
τζαϊνισμός — Θρησκεία της Ινδίας, που ο βραχμανισμός δεν τη θεωρεί ορθόδοξη, γιατί οι τζαϊνιστές δεν παραδέχονται τις Βέδες ως ιερά κείμενα. Ιδρυτής του θεωρείται ο Βαρντχαμάνα Μαχαβίρα (περίπου 539 467 π.Χ.), σύγχρονος του Βούδα, γιος βασιλιά όπως και… … Dictionary of Greek
Τζώρτζης ο Κρης — Έλληνας ζωγράφος της Κρητικής σχολής του 16ου αι. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά από τη ζωή και τη δραστηριότητά του. Εντάσσεται στην πρώτη φάση των Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι δημιουργούν το έργο τους έξω από την Κρήτη και κυρίως στα μεγάλα… … Dictionary of Greek